κριμνήστις

κριμνήστις
κριμνῆστις (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «εἶδος πλακοῡντος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ο τ. κριμν-ήσ-τις < *κριμν-ήδ-τις < κρῖμνον + -ήδ-τις (< ἔδω «τρώγω»), πρβλ. αλφ-ηστής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”